στο Μοντέρνο Λεξικό δείτε μας και εδώ http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%CF%83%CE%BA%CF%8C%CF%81%CE%B4%CE%BF&dq= σκορδόπιστη η [skorδópisti] Ο32 αρσ. σκορδόπιστος [skorδópistos] Ο20 : (λαϊκ.) για ερωμένη που δεν είναι και τόσο πιστή, που δεν μπορείς να της έχεις απόλυτη εμπιστοσύνη. Κοινοποιήστε:TwitterFacebookΜου αρέσει! Φόρτωση... Σχετικά