https://www.slang.gr/definition/5494-skordopisti
σκορδόπιστη
Η (άπιστη) ερωμένη.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
Βρήκε μια σκορδόπιστη και περνάει τον καιρό του.
https://www.slang.gr/definition/5494-skordopisti
Η (άπιστη) ερωμένη.
Βρήκε μια σκορδόπιστη και περνάει τον καιρό του.